πριμικήριος
Ετυμολογία
επεξεργασία- πριμικήριος < (λόγιο δάνειο) λατινική primicerius < → δείτε primus (πρώτος), cera (κερί), κυριολεκτικά: που είναι πρώτος (στους καταλόγους γραμμένους) από κερί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπριμικήριος αρσενικό
- (ιστορία, αξίωμα) τίτλος ανώτατου αξιωματούχου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- πριμικηράτον, πριμμικηράτον
- Πριμικήριος (επώνυμο, και παραλλαγές)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πριμικήριος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.345-346 Τόμος 17 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.