Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριμικήριος < (λόγιο δάνειο) λατινική primicerius < → δείτε  primus (πρώτος), cera (κερί), κυριολεκτικά: που είναι πρώτος (στους καταλόγους γραμμένους) από κερί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πριμικήριος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία