Δείτε επίσης: πριμικήριος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πριμικήριος οι Πριμικήριοι
      γενική του Πριμικήριου
Πριμικηρίου
των Πριμικήριων
Πριμικηρίων
    αιτιατική τον Πριμικήριο τους Πριμικήριους
Πριμικηρίους
     κλητική Πριμικήριε Πριμικήριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος (κλίση: καρδινάλιος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πριμικήριος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Πριμικήριος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾi.miˈci.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρι‐μι‐κή‐ρι‐ος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πριμικήριος αρσενικό (θηλυκό Πριμικηρίου)

Μεταγραφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πριμικήριος < πριμικήριος (τίτλος αξιωματούχων) < λατινική primicerius

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πριμικήριος αρσενικό

  • ανδρικό επώνυμο
    ※  14ος αιώνας ⌘Ανωνύμου, Διήγησις Βελισαρίου στο Wim F. Bakker & Arnold F. Van Gemert (επιμ.), Ιστορία του Βελισαρίου [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 6], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007, στίχ.316 (312-317) απόσπασμα - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Kαὶ τότεσον οἱ ἄρχοντες λέγουν τὸν βασιλέα,
    Ἀσάνης τε καὶ Λάσκαρις καὶ Κατακουζηναῖος,
    Δούκας, Ἀστρᾶς καὶ Κανανὸς καὶ ὁ Διπλοβατάτζης,
    Παλαιολόγος, Πρίγκιπας, Σφραντζὴς καὶ Λονταραῖοι,
    Ράλλης καὶ Πριμικήριος καὶ Κοντοστεφαναῖοι,
    ὅλοι φωνάζουν καὶ λαλοῦν διὰ τὸν Βελισάριν:

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

επίσης

→ και δείτε τη λέξη πριμικήριος

Μεταγραφές

επεξεργασία