Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πράτιγο τα πράτιγα
      γενική του πράτιγου των πράτιγων
    αιτιατική το πράτιγο τα πράτιγα
     κλητική πράτιγο πράτιγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πράτιγο < ιταλική (libera) pratica (πρακτική, εφαρμογή) < pratico < λατινική practicus < αρχαία ελληνική πρακτικός (αντιδάνειο) < πράττω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πράτιγο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία