Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμπαρκάρω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμπαρκάρω

  1. (μεταβατικό) αποβιβάζω, βγάζω (ανθρώπους ή εμπορεύματα) από ένα πλοίο
  2. (αμετάβατο) αποβιβάζομαι, κατεβαίνω από πλοίο στη στεριά

  Μεταφράσεις επεξεργασία