πουριτανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πουριτανισμός αρσενικό
- (θρησκεία, ιστορία) η θρησκευτική κίνηση των πουριτανών
- (μεταφορικά) οι πεποιθήσεις και η συμπεριφορά των πουριτανών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πουριτανός και πούρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πουριτανισμός