ποσειδωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ποσειδωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Posidonia < αρχαία ελληνική Ποσειδώνιος < Ποσειδών

Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποσειδωνία θηλυκό
- γένος θαλάσσιων φυτών (φανερόγαμο) ενδημικό στη Μεσόγειο Θάλασσα, που περιλαμβάνει διάφορα είδη, με πιο γνωστό την Posidonia oceanica, σχηματίζουν υποθαλάσσια λιβάδια και παίζουν σημαντικό ρόλο στο θαλάσσιο οικοσύστημα, προσφέροντας καταφύγιο και τροφή σε πολλά θαλάσσια είδη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ποσειδώνας