φανερόγαμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φανερόγαμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phanerogam[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phanérogames[1] [2] < αρχαία ελληνική φανερός + γάμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφανερόγαμο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βοτανική, σπάνιο) ενικός αριθμός τού φανερόγαμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φανερόγαμο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 φανερόγαμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ φανερόγαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας