↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φανερόγαμα
      γενική των φανερόγαμων
    αιτιατική τα φανερόγαμα
     κλητική φανερόγαμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φανερόγαμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phanerogams[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phanérogames[1] < αρχαία ελληνική φανερός + γάμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανερόγαμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 φανερόγαμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)