↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύστροφος η πολύστροφη το πολύστροφο
      γενική του πολύστροφου της πολύστροφης του πολύστροφου
    αιτιατική τον πολύστροφο την πολύστροφη το πολύστροφο
     κλητική πολύστροφε πολύστροφη πολύστροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύστροφοι οι πολύστροφες τα πολύστροφα
      γενική των πολύστροφων των πολύστροφων των πολύστροφων
    αιτιατική τους πολύστροφους τις πολύστροφες τα πολύστροφα
     κλητική πολύστροφοι πολύστροφες πολύστροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύστροφος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύστροφος, -η, -ο

  1. που στρέφεται πολύ γρήγορα
    πολύστροφος κινητήρας
  2. (μεταφορικά) που λειτουργεί με μεγάλη ταχύτητα
     συνώνυμα: έξυπνος, επινοητικός, ευφυής, ξύπνιος, οξύνους
     αντώνυμα: αργόστροφος, βραδύνους
  3. (για ποίημα) που έχει πολλές στροφές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία