πολύστροφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύστροφος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολύστροφος, -η, -ο
- που στρέφεται πολύ γρήγορα
- πολύστροφος κινητήρας
- (μεταφορικά) που λειτουργεί με μεγάλη ταχύτητα
- ≈ συνώνυμα: έξυπνος, επινοητικός, ευφυής, ξύπνιος, οξύνους
- ≠ αντώνυμα: αργόστροφος, βραδύνους
- (για ποίημα) που έχει πολλές στροφές
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολύστροφος
|