↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμορφοπύρηνος η πολυμορφοπύρηνη το πολυμορφοπύρηνο
      γενική του πολυμορφοπύρηνου της πολυμορφοπύρηνης του πολυμορφοπύρηνου
    αιτιατική τον πολυμορφοπύρηνο την πολυμορφοπύρηνη το πολυμορφοπύρηνο
     κλητική πολυμορφοπύρηνε πολυμορφοπύρηνη πολυμορφοπύρηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμορφοπύρηνοι οι πολυμορφοπύρηνες τα πολυμορφοπύρηνα
      γενική των πολυμορφοπύρηνων των πολυμορφοπύρηνων των πολυμορφοπύρηνων
    αιτιατική τους πολυμορφοπύρηνους τις πολυμορφοπύρηνες τα πολυμορφοπύρηνα
     κλητική πολυμορφοπύρηνοι πολυμορφοπύρηνες πολυμορφοπύρηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυμορφοπύρηνος < πολυ- + μορφή + -ο- + πυρήνας + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polymorphonuclear)

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυμορφοπύρηνος, -η, -ο

  1. (βιολογία) που αφορά λευκό αιμοσφαίριο με πολλούς πυρήνες, που είναι σημαντικό για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων και την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πολυμορφοπύρηνο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία