Δείτε επίσης: πολυμετάβλητος, πολυμετάβολος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμεταβλητός η πολυμεταβλητή το πολυμεταβλητό
      γενική του πολυμεταβλητού της πολυμεταβλητής του πολυμεταβλητού
    αιτιατική τον πολυμεταβλητό την πολυμεταβλητή το πολυμεταβλητό
     κλητική πολυμεταβλητέ πολυμεταβλητή πολυμεταβλητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμεταβλητοί οι πολυμεταβλητές τα πολυμεταβλητά
      γενική των πολυμεταβλητών των πολυμεταβλητών των πολυμεταβλητών
    αιτιατική τους πολυμεταβλητούς τις πολυμεταβλητές τα πολυμεταβλητά
     κλητική πολυμεταβλητοί πολυμεταβλητές πολυμεταβλητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυμεταβλητός < ελληνιστική κοινή πολυμετάβλητος[1] < αρχαία ελληνική πολύς + μεταβάλλω < μετά + βάλλω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multivariate[2])

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυμεταβλητός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πολυμετάβλητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πολυμεταβλητόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)