πολυμεράση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυμεράση < πολυμερ(ές) + -άση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική polymerase
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.li.meˈɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐με‐ρά‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυμεράση θηλυκό
- (βιοχημεία) ένζυμο που λειτουργεί ως καταλύτης στον σχηματισμό πολυμερών DNA ή RNA χρησιμοποιώντας έναν υπάρχοντα κλώνο RNA ή DNA αντίστοιχα ως πρότυπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυμεράση
|
Πηγές επεξεργασία
- πολυμεράση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)