polymerase
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
polymerase | polymerases |
polymerase (en)
- (βιοχημεία) η πολυμεράση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ polymerase - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)