πολυεστερικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυεστερικός < πολυεστέρας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polyester[1])
Επίθετο
επεξεργασίαπολυεστερικός, -ή, -ό
- (χημεία, τεχνολογία) που έχει σχέση με πολυεστέρα, αναφέρεται σ’ αυτόν ή αποτελείται από πολυεστέρες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πολυεστέρας, πολύς, εστέρας και αιθέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πολυεστερικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)