πολυγράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυγράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυγράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + -γράφος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.liˈɣɾa.fos/
- τονικό παρώνυμο: πολύγραφος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐γρά‐φος
Επίθετο επεξεργασία
πολυγράφος αρσενικό ή θηλυκό, συγκριτικός : πολυγραφότερος, υπερθετικός : πολυγραφότατος
Σημειώσεις επεξεργασία
- συνήθως στον υπερθετικό βαθμό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυγράφος
|
Πηγές επεξεργασία
- πολυγράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολυγράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πολυγράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.