πολυγραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυγραφία < αρχαία ελληνική πολυγραφία < πολυγράφος. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυγραφία θηλυκό
- η δυνατότητα ενός συγγραφέα να γράφει πολλά κείμενα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυγραφία
|