πολυγράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυγράφηση | οι | πολυγραφήσεις |
γενική | της | πολυγράφησης* | των | πολυγραφήσεων |
αιτιατική | την | πολυγράφηση | τις | πολυγραφήσεις |
κλητική | πολυγράφηση | πολυγραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυγραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυγράφηση < πολυγραφώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυγράφηση θηλυκό
- η αναπαραγωγή ενός κειμένου χάρη στον πολύγραφο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυγράφηση
|