πολυγραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυγραφικός < πολυγράφος
Επίθετο επεξεργασία
πολυγραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον πολύγραφο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυγραφικός
πολυγραφικός, -ή, -ό