Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πολυγραφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολυγραφώ
  2. θα πολυγραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολυγραφώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πολυγραφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πολυγράφηση