Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυανθρακικός η πολυανθρακική το πολυανθρακικό
      γενική του πολυανθρακικού της πολυανθρακικής του πολυανθρακικού
    αιτιατική τον πολυανθρακικό την πολυανθρακική το πολυανθρακικό
     κλητική πολυανθρακικέ πολυανθρακική πολυανθρακικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυανθρακικοί οι πολυανθρακικές τα πολυανθρακικά
      γενική των πολυανθρακικών των πολυανθρακικών των πολυανθρακικών
    αιτιατική τους πολυανθρακικούς τις πολυανθρακικές τα πολυανθρακικά
     κλητική πολυανθρακικοί πολυανθρακικές πολυανθρακικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυανθρακικός < πολύ + άνθρακας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polycarbonic)

  Επίθετο επεξεργασία

πολυανθρακικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία