πολυανθρακικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυανθρακικός < πολύ + άνθρακας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polycarbonic)
Επίθετο
επεξεργασίαπολυανθρακικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το πολυανθρακικό ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυανθρακικός
|