↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυανθρακικό τα πολυανθρακικά
      γενική του πολυανθρακικού των πολυανθρακικών
    αιτιατική το πολυανθρακικό τα πολυανθρακικά
     κλητική πολυανθρακικό πολυανθρακικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυανθρακικό < πολυ- + άνθρακας + -ικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polycarbonate)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυανθρακικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία