πολυανθρακικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυανθρακικό < πολυ- + άνθρακας + -ικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polycarbonate)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυανθρακικό
- (χημεία, τεχνολογία) είδος πλαστικού που χαρακτηρίζεται από υψηλή αντοχή στην κρούση και τη θερμότητα, ενώ είναι επίσης διαφανές και ελαφρύ. Χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλούς τομείς όπως η κατασκευή φακών γυαλιών, πλαστικές φιάλες, παράθυρα αυτοκινήτων και προϊόντα ηλεκτρονικής.
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυανθρακικός
- → δείτε τις λέξεις πολύς και άνθρακας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυανθρακικό