Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποιμνιοστάσιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ποιμνιοστάσι
ο
τα
ποιμνιοστάσι
α
γενική
του
ποιμνιοστασί
ου
&
ποιμνιοστάσι
ου
των
ποιμνιοστασί
ων
αιτιατική
το
ποιμνιοστάσι
ο
τα
ποιμνιοστάσι
α
κλητική
ποιμνιοστάσι
ο
ποιμνιοστάσι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποιμνιοστάσιο
<
ποίμνιο
+
-ο-
+
-στάσιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποιμνιοστάσιο
ουδέτερο
(
λόγιο
)
εγκατάσταση
για την
εκτροφή
του
ποίμνιου
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ποίμνιο
,
ποιμένας
και
στέκομαι
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μαντρί
στάνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποιμνιοστάσιο
αγγλικά
:
sheepcote
(en)
λατινικά
:
bercaria
(la)