πνευματιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πνευματιστικός < πνευματιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική spiritiste)
Επίθετο επεξεργασία
πνευματιστικός
- που έχει σχέση με τον πνευματισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνευματιστικός