Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πνευματιστικός η πνευματιστική το πνευματιστικό
      γενική του πνευματιστικού της πνευματιστικής του πνευματιστικού
    αιτιατική τον πνευματιστικό την πνευματιστική το πνευματιστικό
     κλητική πνευματιστικέ πνευματιστική πνευματιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πνευματιστικοί οι πνευματιστικές τα πνευματιστικά
      γενική των πνευματιστικών των πνευματιστικών των πνευματιστικών
    αιτιατική τους πνευματιστικούς τις πνευματιστικές τα πνευματιστικά
     κλητική πνευματιστικοί πνευματιστικές πνευματιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευματιστικός < πνευματιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική spiritiste)

  Επίθετο επεξεργασία

πνευματιστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία