spiritiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαspiritiste (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαspiritiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- spiritiste - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé