πνευματιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πνευματιστής < πνευματισμός + -τής[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική spiritiste[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνευματιστής αρσενικό (θηλυκό πνευματίστρια)
- κάποιος που δέχεται τον πνευματισμό και ασχολείται μ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- πνευματιστικός
- πνευματιστικά
- πνευματίστρια
- → δείτε τις λέξεις πνευματισμός και πνεύμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 πνευματιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πνευματιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)