πνευματίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πνευματίστρια < πνευματιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
πνευματίστρια θηλυκό
- θηλυκό του πνευματιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνευματίστρια
|
πνευματίστρια θηλυκό
|