πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλασμόλυση οι πλασμολύσεις
      γενική της πλασμόλυσης* των πλασμολύσεων
    αιτιατική την πλασμόλυση τις πλασμολύσεις
     κλητική πλασμόλυση πλασμολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλασμολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλασμόλυση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Plasmolysis στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία