πλασμολυσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλασμολυσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική plasmolysis + -ία < αρχαία ελληνική πλάσμα + λύσις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.zmo.liˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐σμο‐λυ‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλασμολυσία θηλυκό
- (βιολογία, βοτανική) άλλη μορφή του πλασμόλυση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Plasmolysis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλασμολυσία
|