Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλαγιοφύλακας οι πλαγιοφύλακες
      γενική του πλαγιοφύλακα των πλαγιοφυλάκων
    αιτιατική τον πλαγιοφύλακα τους πλαγιοφύλακες
     κλητική πλαγιοφύλακα πλαγιοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαγιοφύλακας < ελληνιστική κοινή πλαγιοφύλαξ < αρχαία ελληνική πλάγιος + φύλαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαγιοφύλακας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία