• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πλαγιοφύλακας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλαγιοφύλακας οι πλαγιοφύλακες
      γενική του πλαγιοφύλακα των πλαγιοφυλάκων
    αιτιατική τον πλαγιοφύλακα τους πλαγιοφύλακες
     κλητική πλαγιοφύλακα πλαγιοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαγιοφύλακας < ελληνιστική κοινή πλαγιοφύλαξ < αρχαία ελληνική πλάγιος + φύλαξ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλαγιοφύλακας αρσενικό

  • (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που φυλάει τα πλάγια του στρατιωτικού τμήματος κατά τη διάρκεια μιας μάχης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • πλαγιοφυλακή
  • πλαγιοφυλακώ
  • πλαγιοφύλαξη
  • πλαγιοφυλάσσω
  • → δείτε τις λέξεις πλάγιος και φυλακή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πλαγιοφύλακας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πλαγιοφύλακας&oldid=6480864"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Νοεμβρίου 2023, στις 14:35

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Νοεμβρίου 2023, στις 14:35.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας