Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλαγιοφύλαξ οἱ πλαγιοφύλακες
      γενική τοῦ πλαγιοφύλακος τῶν πλαγιοφυλάκων
      δοτική τῷ πλαγιοφύλακ τοῖς πλαγιοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν πλαγιοφύλακ τοὺς πλαγιοφύλακᾰς
     κλητική ! πλαγιοφύλαξ πλαγιοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλαγιοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  πλαγιοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαγιοφύλαξ < αρχαία ελληνική πλάγιος + φύλαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαγιοφύλαξ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία