πλαγιοφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαγιοφυλακή < ελληνιστική κοινή πλαγιοφύλαξ < αρχαία ελληνική πλάγιος + φύλαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαγιοφυλακή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) το τμήμα ενός στρατιωτικού σχηματισμού που είναι επιφορτισμένο με την προστασία των πλευρών του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλαγιοφύλακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαγιοφυλακή
|