πλαγιοφυλακώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαγιοφυλακώ < ελληνιστική κοινή πλαγιοφύλαξ < αρχαία ελληνική πλάγιος + φύλαξ
Ρήμα επεξεργασία
πλαγιοφυλακώ
- (σπάνιο) άλλη μορφή του πλαγιοφυλάσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαγιοφυλακώ
|