πλαγιοτροπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαγιοτροπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική plagiotropism < αρχαία ελληνική πλάγιος + τρόπος < τρέπω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλαγιοτροπισμός αρσενικό
- (βοτανική, βιολογία) η οριζόντια κατεύθυνση ή καμπυλωτή ανάπτυξη που έχουν μερικά όργανα ή τμήματα των φυτών (πχ φύλλα, μίσχος) υπό την επίδραση της βαρύτητας ή ενός ερεθίσματος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαγιοτροπισμός
Πηγές επεξεργασία
- πλαγιοτροπισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)