↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαγιοκόπηση οι πλαγιοκοπήσεις
      γενική της πλαγιοκόπησης* των πλαγιοκοπήσεων
    αιτιατική την πλαγιοκόπηση τις πλαγιοκοπήσεις
     κλητική πλαγιοκόπηση πλαγιοκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιοκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαγιοκόπηση < (καθαρεύουσα) πλαγιοκόπησις < πλαγιοκοπώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλαγιοκόπηση θηλυκό

  1. η πλευροκόπηση, η επίθεση, η προσβολή και το χτύπημα στα πλάγια της παράταξης του στρατού
  2. (μεταφορικά) η φραστική, ή οικονομική ή άλλου είδους επίθεση σε άτομο, φορέα, εταιρεία με πλάγιο τρόπο και όχι με κατά μέτωπο αντιπαράθεση


Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία