Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλευροκόπημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πλευροκόπημα
τα
πλευροκοπήμα
τ
α
γενική
του
πλευροκοπήμα
τ
ος
των
πλευροκοπημά
τ
ων
αιτιατική
το
πλευροκόπημα
τα
πλευροκοπήμα
τ
α
κλητική
πλευροκόπημα
πλευροκοπήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλευροκόπημα
<
πλευροκοπώ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλευροκόπημα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πλευροκοπώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
πλευροκόπηση
πλαγιοκόπηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλευροκόπημα
αγγλικά
:
flanking
(en)