Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλευροκόπηση οι πλευροκοπήσεις
      γενική της πλευροκόπησης* των πλευροκοπήσεων
    αιτιατική την πλευροκόπηση τις πλευροκοπήσεις
     κλητική πλευροκόπηση πλευροκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλευροκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλευροκόπηση < πλευροκοπώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλευροκόπηση θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) επίθεση στα πλάγια της εχθρικής παράταξης ή του οχυρού της
  2. το χτύπημα κάποιου ατομου στα πλευρά
  3. (μεταφορικά) η πλάγια πρόκληση φθορών που βλάπτει ένα άτομο ή την περιουσία του ή οποιονδήποτε στόχο χωρίς άμεση, μετωπική επίθεση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία