πλευροκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλευροκοπώ < αρχαία ελληνική πλευροκοπέω / πλευροκοπῶ
Ρήμα
επεξεργασίαπλευροκοπώ (παθητική φωνή: πλευροκοπούμαι)
- (στρατιωτικός όρος) κάνω επίθεση από τα πλευρά ενός στρατεύματος ή στρατιωτικού τμήματος, από τα πλάγια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πλευροκόπημα
- πλευροκοπημένος
- πλευροκόπηση
- πλευροκοπικός
- → δείτε τις λέξεις πλευρό και κόβω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλευροκοπώ | πλευροκοπούσα | θα πλευροκοπώ | να πλευροκοπώ | πλευροκοπώντας | |
β' ενικ. | πλευροκοπείς | πλευροκοπούσες | θα πλευροκοπείς | να πλευροκοπείς | (πλευροκόπει) | |
γ' ενικ. | πλευροκοπεί | πλευροκοπούσε | θα πλευροκοπεί | να πλευροκοπεί | ||
α' πληθ. | πλευροκοπούμε | πλευροκοπούσαμε | θα πλευροκοπούμε | να πλευροκοπούμε | ||
β' πληθ. | πλευροκοπείτε | πλευροκοπούσατε | θα πλευροκοπείτε | να πλευροκοπείτε | πλευροκοπείτε | |
γ' πληθ. | πλευροκοπούν(ε) | πλευροκοπούσαν(ε) | θα πλευροκοπούν(ε) | να πλευροκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλευροκόπησα | θα πλευροκοπήσω | να πλευροκοπήσω | πλευροκοπήσει | ||
β' ενικ. | πλευροκόπησες | θα πλευροκοπήσεις | να πλευροκοπήσεις | πλευροκόπησε | ||
γ' ενικ. | πλευροκόπησε | θα πλευροκοπήσει | να πλευροκοπήσει | |||
α' πληθ. | πλευροκοπήσαμε | θα πλευροκοπήσουμε | να πλευροκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | πλευροκοπήσατε | θα πλευροκοπήσετε | να πλευροκοπήσετε | πλευροκοπήστε | ||
γ' πληθ. | πλευροκόπησαν πλευροκοπήσαν(ε) |
θα πλευροκοπήσουν(ε) | να πλευροκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλευροκοπήσει | είχα πλευροκοπήσει | θα έχω πλευροκοπήσει | να έχω πλευροκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλευροκοπήσει | είχες πλευροκοπήσει | θα έχεις πλευροκοπήσει | να έχεις πλευροκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλευροκοπήσει | είχε πλευροκοπήσει | θα έχει πλευροκοπήσει | να έχει πλευροκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλευροκοπήσει | είχαμε πλευροκοπήσει | θα έχουμε πλευροκοπήσει | να έχουμε πλευροκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλευροκοπήσει | είχατε πλευροκοπήσει | θα έχετε πλευροκοπήσει | να έχετε πλευροκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλευροκοπήσει | είχαν πλευροκοπήσει | θα έχουν πλευροκοπήσει | να έχουν πλευροκοπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλευροκοπώ
|