Ετυμολογία

επεξεργασία
πλευροκοπώ < αρχαία ελληνική πλευροκοπέω / πλευροκοπῶ

πλευροκοπώ (παθητική φωνή: πλευροκοπούμαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία