Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαγιοκοπώ < πλάγιος + -ο- + -κοπώ

πλαγιοκοπώ (παθητική φωνή: πλαγιοκοπούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία