Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλαγιοκοπημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλαγιοκοπημέν
ος
η
πλαγιοκοπημέν
η
το
πλαγιοκοπημέν
ο
γενική
του
πλαγιοκοπημέν
ου
της
πλαγιοκοπημέν
ης
του
πλαγιοκοπημέν
ου
αιτιατική
τον
πλαγιοκοπημέν
ο
την
πλαγιοκοπημέν
η
το
πλαγιοκοπημέν
ο
κλητική
πλαγιοκοπημέν
ε
πλαγιοκοπημέν
η
πλαγιοκοπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλαγιοκοπημέν
οι
οι
πλαγιοκοπημέν
ες
τα
πλαγιοκοπημέν
α
γενική
των
πλαγιοκοπημέν
ων
των
πλαγιοκοπημέν
ων
των
πλαγιοκοπημέν
ων
αιτιατική
τους
πλαγιοκοπημέν
ους
τις
πλαγιοκοπημέν
ες
τα
πλαγιοκοπημέν
α
κλητική
πλαγιοκοπημέν
οι
πλαγιοκοπημέν
ες
πλαγιοκοπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλαγιοκοπημένος
ουδέτερο
(
στρατιωτικός όρος
)
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πλαγιοκοπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλαγιοκοπημένος
→
δείτε
τη λέξη
πλευροκοπημένος