Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιτζάμα οι πιτζάμες
      γενική της πιτζάμας των πιτζαμών
    αιτιατική την πιτζάμα τις πιτζάμες
     κλητική πιτζάμα πιτζάμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτζάμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pigiama < γαλλική pyjama[1] (ή από την αγγλική pyjamas στον πληθυντικό, ΗΠΑ: pajamas [2]) < προέλευσης από τη γλώσσα ούρντου / χίντι < περσική → και δείτε τη λέξη pyjamas [3]
 
Ανδρική πιτζάμα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈd͡za.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐τζά‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιτζάμα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πιτζάμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πιτζάμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. pyjama (French) στο αγγλικό Βικιλεξικό