pyjamas
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pyjamas < (άμεσο δάνειο) ούρντου پایجامه (pāyjāma) / χίντι पैजामा (payjāmā) < περσική پاجامه (pāyjāma) / پایجامه (pājāma) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpyjamas (en) (στον πληθυντικό - ενικός: pyjama)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ pajamas#English στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- pyjamas - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- pyjamas - Oxford Learner's Dictionaries