πιζάμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιζάμα | οι | πιζάμες |
γενική | της | πιζάμας | των | πιζαμών |
αιτιατική | την | πιζάμα | τις | πιζάμες |
κλητική | πιζάμα | πιζάμες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιζάμα < πιτζάμα με επίδραση προφοράς από τη γαλλική pyjama (προφορά /pi.ʒa.ma/) < → δείτε τη λέξη πιτζάμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈza.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐ζά‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιζάμα θηλυκό
- άλλη μορφή του πιτζάμα
Άλλες γραφές
επεξεργασία- πυζάμα (παρωχημένη, μη απλοποιημένη γραφή)
Πηγές
επεξεργασία- πιτζάμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πιτζάμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)