πιτζαμούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιτζαμούλα | οι | πιτζαμούλες |
γενική | της | πιτζαμούλας | — | |
αιτιατική | την | πιτζαμούλα | τις | πιτζαμούλες |
κλητική | πιτζαμούλα | πιτζαμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιτζαμούλα < πιτζάμα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιτζαμούλα ουδέτερο
- υποκοριστικό του πιτζάμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιτζαμούλα
|