πικρόγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πικρόγλωσσος < αρχαία ελληνική πικρόγλωσσος[1] < πῐκρός + γλῶσσα
Επίθετο
επεξεργασίαπικρόγλωσσος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πικρόγλωσσος
|
- ↑ πικρόγλωσσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.