πηγματίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηγματίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pegmatite < αρχαία ελληνική πῆγμα < πήγνυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πηγματίτης
- (γεωλογία, ορυκτολογία) μαγμαγματογενές χονδρόκοκκο πέτρωμα που περιέχει βόριο, λίθιο, ουράνιο και σπάνιες γαίες κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
- πηγματιτικός
- → δείτε τη λέξη πήζω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πηγματίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)