πηγματιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πηγματιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pegmatitique < pegmatite < αρχαία ελληνική πῆγμα < πήγνυμι
Επίθετο
επεξεργασία
πηγματιτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πηγματιτικός