↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηγματιτικός η πηγματιτική το πηγματιτικό
      γενική του πηγματιτικού της πηγματιτικής του πηγματιτικού
    αιτιατική τον πηγματιτικό την πηγματιτική το πηγματιτικό
     κλητική πηγματιτικέ πηγματιτική πηγματιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηγματιτικοί οι πηγματιτικές τα πηγματιτικά
      γενική των πηγματιτικών των πηγματιτικών των πηγματιτικών
    αιτιατική τους πηγματιτικούς τις πηγματιτικές τα πηγματιτικά
     κλητική πηγματιτικοί πηγματιτικές πηγματιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πηγματιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pegmatitique < pegmatite < αρχαία ελληνική πῆγμα < πήγνυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

πηγματιτικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία