pegmatite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpegmatite (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpegmatite (fr) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- pegmatite - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé