Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεταλωτήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πεταλουργείο
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πεταλωτήρι
ο
τα
πεταλωτήρι
α
γενική
του
πεταλωτήρι
ου
των
πεταλωτήρι
ων
αιτιατική
το
πεταλωτήρι
ο
τα
πεταλωτήρι
α
κλητική
πεταλωτήρι
ο
πεταλωτήρι
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεταλωτήριο
<
πεταλωτής
+
-τήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πεταλωτήριο
ουδέτερο
(
παρωχημένο
)
χώρος
όπου
πεταλώνται
οπληφόρα
ζώα
(
άλογα
κ.λπ.
) ή το σχετικό
εργαστήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεταλωτήριο
αγγλικά
:
farriery
(en)
γαλλικά
:
maréchalerie
(fr)