πεταλουργείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεταλουργείο < πεταλουργός + -είο < ελληνιστική κοινή πεταλουργός < αρχαία ελληνική πέταλον + ἔργον
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεταλουργείο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεταλουργείο
|