Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πεταλουργός οι πεταλουργοί
      γενική του/της πεταλουργού των πεταλουργών
    αιτιατική τον/την πεταλουργό τους/τις πεταλουργούς
     κλητική πεταλουργέ πεταλουργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεταλουργός < ελληνιστική κοινή πεταλουργός[1] [2] < αρχαία ελληνική πέταλον + ἔργον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεταλουργός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πεταλουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πεταλουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.